- βροντότριχα
- η1. κοινή ονομασία για διάφορα είδη σκουληκιών και παρασίτων2. χοντρές και κοντές τρίχες των προβάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek